Εμμηνόπαυση και σεξουαλική λειτουργία
Ανασκοπώντας με μια γρήγορη ματιά την πορεία της ανθρωπότητας τους τελευταίους 20 αιώνες βλέπουμε ότι η ανθρωπότητα ασχολήθηκε επί 19 αιώνες με τη σωτηρία της ψυχής της, μέσα από θρησκευτικές διαδικασίες, αντίθετες προς κάθε σεξουαλική έκφραση και αναζήτηση σεξ ήταν μόνο μέρος της αναπαραγωγικής λειτουργίας.
Από το τέλος του 19ου τα ενδιαφέροντα αλλάζουν. Η ανθρωπότητα ασχολείται με τη σωτηρία του σώματος : πτωχοκομεία και νοσοκομεία αναπτύσσονται σε όλο τον πολιτισμένο κόσμο, με τη φροντίδα της εκκλησίας. Ακολουθούν οι μεγάλες ανακαλύψεις της ιατρικής από την αρχή του 20ου αιώνα και η σταδιακή ανεξαρτητοποίηση των υπηρεσιών υγείας από την εκκλησία.
Γύρω στο 1950 οι φροντίδες και η παιδεία γύρω από την υγεία έχουν πια μεταφερθεί στις ιατρικές σχολές και την ιδιωτική πρωτοβουλία, και το ερευνητικό ενδιαφέρον στα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα και τη φαρμακοβιομηχανία.
Το ενδιαφέρον για τη σωτηρία του σώματος μετατρέπεται σε λατρεία του σώματος και η σεξουαλική λειτουργία έχει ανεξαρτητοποιηθεί απόλυτα από την αντίστοιχη αναπαραγωγική. Το σεξ αποτελεί αστείρευτη πηγή χαράς αλλά και απόδειξη νεανικότητας. Το σύγχρονο life-style επιβάλλει το κυνήγι της σεξουαλικής ικανοποίησης και μέσα από αυτό την απόδειξη στον εαυτό μας ότι αφού κάνουμε σεξ παραμένουμε πάντα νέοι: το κυνήγι της αιωνιότητας μέσα από τη χαρά του σεξ.
Αυτές οι ανάγκες της λατρείας του σώματος , οι απόψεις του σύγχρονου τρόπου ζωής και το κυνήγι της νεανικότητας και της αιωνιότητας δημιούργησαν μία νέα επιστήμη, μία νέα ιατρική ειδικότητα, τη Σεξολογία. Η ειδικότητα αυτή έχει μια εγγενή δυσκολία στη καθημερινή πράξη: την υποκειμενικότητα στην αντίληψη προβλημάτων και τη δυσκολία της αντικειμενικής μέτρησης του αναφερόμενου προβλήματος. Δεύτερη δυσκολία είναι η αναζήτηση του αιτίου: οργανικό ή ψυχογενές?
Τις τελευταίες δεκαετίες η εκπληκτική πρόοδος μιας άλλης ειδικότητας, της ενδοκρινολογίας, συνεισέφερε τα μέγιστα στην κατανόηση της σεξουαλικής λειτουργίας. Έγινε σαφές ότι στη γυναίκα τα οιστρογόνα και τα ανδρογόνα ευοδώνουν σε γενικές γραμμές τη σεξουαλικότητα, ενώ η προλακτίνη και η προγεστερόνη λειτουργούν ανασταλτικά. Έγινε επίσης σαφές ότι μέχρι το τέλος της κλιμακτηρίου οι φυσιολογικές ορμονικές αλλαγές δεν επηρεάζουν αρνητικά τη σεξουαλικότητα , ενώ η εμμηνόπαυση σε γενικές γραμμές συνεπάγεται απώλειες 20% στην ερωτική επιθυμία και την ένταση του οργασμού,
Γύρω στο 1980 οι γνώσεις από την ορμονική λειτουργία οδήγησαν στη λογική ότι τα επίπεδα ορμονών ευθύνονται για τα σεξουαλικά προβλήματα της γυναίκας και ενδεχομένως η χορήγηση ορμονών θα μπορούσε να βοηθήσει στη λύση των προβλημάτων.
Αυτή η πλάνη της οργανικότητας μέσα από ορμονικούς μηχανισμούς αποτέλεσε το Βατερλό στη μελέτη της γυναικείας σεξουαλικότητας για 30 περίπου χρόνια. Σήμερα γνωρίζουμε καλά ότι μόνο μεγάλες ορμονικές αλλαγές επηρεάζουν αρνητικά τη γυναικεία σεξουαλικότητα κατά την αναπαραγωγική ηλικία, όπως π.χ. η ωοθηκεκτομή.
Σε παράλληλη πλάνη βρίσκεται ακόμα μέχρι σήμερα η μελέτη της ανδρικής σεξουαλικότητας, η οποία επιμένει να αποδίδει σε οργανικά αίτια στις περισσότερες περιπτώσεις, τις σεξουαλικές δυσλειτουργίες στον άνδρα.
Σήμερα οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι τα αίτια των σεξουαλικών δυσλειτουργιών στη γυναίκα είναι κυρίως ψυχοκοινωνικά. Καλή σεξουαλική λειτουργία, στην αναπαραγωγική ηλικία θα έχουν οι γυναίκες που μεγάλωσαν με αγάπη στην πατρική οικογένεια , χωρίς ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, χωρίς αυστηρές και αρνητικές αντιλήψεις γύρω από τη σεξουαλικότητα, χωρίς κακοποίηση ή εγκατάλειψη, χωρίς συναισθηματική μιζέρια. Καλή σεξουαλική λειτουργία θα έχουν οι γυναίκες που δεν μπήκαν σε διαδικασίες χαμηλής αυτοεκτίμησης, οιστριονικής και ναρκισσιστικής συμπεριφοράς, υπερβολικού στρες και κατάθλιψης.
Σε γενικές γραμμές η σεξουαλική λειτουργία στη γυναίκα δεν εξαρτάται από τα επίπεδα της ολικής ούτε της ελεύθερης τεστοστερόνης, τα δε χαμηλά επίπεδα θειικής δευδροεπιανδροστερόνης (DHEA-S) δεν συνεπάγονται χαμηλή σεξουαλική λειτουργία. Αντίθετα, η σεξουαλικότητα της γυναίκας εξαρτάται από τη δυνατότητα να δίνει και να παίρνει. Γιατί το σεξ δεν μπορεί παρά να είναι εν μέρει εγωιστικό και παράλληλα αλτρουιστικό.
Με αυτά τα καινούργια δεδομένα της τελευταίας δεκαετίας, ας δούμε πώς διαμορφώνεται η σεξουαλικότητα στην εμμηνόπαυση.
Πρόσφατες μετρήσεις στο γυναικείο πληθυσμό της Ευρώπης έδειξαν ότι μία στις 3 γυναίκες στην αναπαραγωγική ηλικία αναφέρουν προβλήματα ελαττωμένης ερωτικής επιθυμίας. Το ποσοστό αυτό φτάνει το 60% στην μετεμμηνοπαυσιακή ηλικία. Αντίστοιχες μελέτες που έγιναν σε 6 ευρωπαϊκές χώρες έδειξαν σαφώς ότι υπάρχει μια γενικότερη έκπτωση στην ερωτική συμπεριφορά κατά την εμμηνόπαυση της τάξης του 20% και αφορά το ενδιαφέρον για σεξουαλική δραστηριότητα , την ερωτική επιθυμία και την ένταση του οργασμού. Η απώλεια αυτή έχει άμεση προφανώς σχέση με τους μηχανισμούς γήρανσης που επιταχύνονται κατά την εμμηνόπαυση, είναι συνεπώς οργανικής αιτιολογίας.
Καλύτερη προοπτική για ικανοποιητική σεξουαλική ζωή στην εμμηνόπαυση έχουν οι γυναίκες με καλή προηγούμενη σεξουαλική και συναισθηματική ζωή με μία τουλάχιστον σημαντική ερωτική σχέση, οι γυναίκες που είναι περισσότερο ανεξάρτητες , οι γυναίκες που έχουν αλλαγή ερωτικού συντρόφου και με καλή σεξουαλική λειτουργία και ερωτικό ενδιαφέρον, καλά επίπεδα οιστρογόνων και λίγα συμπτώματα εμμηνόπαυσης ( εξάψεις, ταχυκαρδίες, αϋπνίες, αμφιθυμία κ.λπ.)
Ένα μεγάλο θέμα παραμένει ανοικτό στις μετεμμηνοπαυσιακές γυναίκες: η λειτουργικότητα του κόλπου. Επτά στις 10 γυναίκες δηλώνουν αδυναμία ή δυσκολία σεξουαλικής επαφής μετά την ηλικία των 55 χρόνων και το 26% των γυναικών ζητούν φαρμακευτική βοήθεια κυρίως λόγω των τοπικών συνθηκών του κόλπου. Παρόλα αυτά οι θέσεις της ιατρικής τα τελευταία χρόνια παρουσιάζονται αντιφατικές ως προς τις θεραπείες ορμονικής υποκατάστασης. Η χρήση λιπαντικών ουσιών βοηθά χωρίς όμως να λύνει οριστικά τα προβλήματα του κόλπου, τα δε φυτικά οιστρογόνα δεν φαίνεται να αποτελούν λύση του προβλήματος. Η κατά περιόδους τοπική χρήση οιστρογόνων σε συνδυασμό με λιπαντικές ουσίες αποτελεί μία πιο ρεαλιστική αντιμετώπιση.
Συμπερασματικά το ικανοποιητικό σεξ στην εμμηνόπαυση θα πρέπει να περιλαμβάνει υγεία, επικοινωνία, ποικιλία, ένταση και ικανοποίηση .Σε γενικές γραμμές η σεξουαλικότητα από τη γέννηση και μέχρι την εμμηνόπαυση ρυθμίζεται από ψυχοκοινωνικούς παράγοντες και απλώς απαιτείται μία στοιχειώδης ορμονική επάρκεια. Μετά την εμμηνόπαυση παρεμβαίνουν οι μηχανισμοί γήρανσης οι οποίοι προφανώς προστίθενται σε τυχόν προϋπάρχοντα προβλήματα της εμμηνόπαυσης.
Ζήσης Παπαθανασίου
Επ. Καθηγητής Γυναικολογίας, Σεξολόγος
Διευθυντής Ελληνικού Σεξολογικού Ινστιτούτου